μισητούς

μισητούς
μῑσητούς , μισητός
hateful
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πλούτων — I Ο θεός του Κάτω Κόσμου των αρχαίων Ελλήνων, που ονομαζόταν και Άδης, Αΐδης, Αϊδωνεύς, Πλουτεύς. Ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα και, κατά τον Ησίοδο, αδελφός επίσης της Εστίας και της Δήμητρας. Είχε πάρει… …   Dictionary of Greek

  • προεμβιβάζω — Α εισάγω προηγουμένως κάποιον σε κάτι («... προεμβιβάσειαν εἰς ἀπέχθειαν» θα τούς έκαναν εκ τών προτέρων μισητούς, Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμβιβάζω «βάζω κάποιον μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • Γκέρινγκ, Χέρμαν — (Hermann Göring, Ρόζενχαϊμ 1893 – Νυρεμβέργη 1946). Γερμανός πολιτικός. Σπούδασε οικονομικά στο Μόναχο και υπηρέτησε ως πιλότος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1921 προσχώρησε στο ναζιστικό κόμμα και έγινε γρήγορα ένας από τους ηγέτες του. Αφού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”